- κουκουβίζω
- και κουκουβιάζω1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.)2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba «κουκουβάγια»].
Dictionary of Greek. 2013.